επαρμένος: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
lsj>Spiros (Created page with "{{grml |mltxt=(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) επηρμένος και επαρμένος<br /><b>1.</b> φαντασμένος, [[αλαζονικός]...") |
m (1 revision imported) |
(No difference)
|
Latest revision as of 12:01, 10 October 2024
Greek Monolingual
(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) επηρμένος και επαρμένος
1. φαντασμένος, αλαζονικός, υπεροπτικός
2. (για θρόνο) υψηλός, μεγαλοπρεπής.