ἀμυχή: Difference between revisions

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122
(13_3)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0133.png Seite 133]] ή ([[ἀμύσσω]]), Riß, Schramme, μεγάλας ἀμυχὰς καταμύξαντες Phryn. com. Ath. IV, 165 c; Dem. 47, 59; Plut. Sol. 21; Luc. Conv. 20; nach B. A. 21 τὰ ὑπὸ πολλῶν κνίσματα καλούμενα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0133.png Seite 133]] ή ([[ἀμύσσω]]), Riß, Schramme, μεγάλας ἀμυχὰς καταμύξαντες Phryn. com. Ath. IV, 165 c; Dem. 47, 59; Plut. Sol. 21; Luc. Conv. 20; nach B. A. 21 τὰ ὑπὸ πολλῶν κνίσματα καλούμενα.
}}
{{ls
|lstext='''ἀμῠχή''': ἡ, ([[ἀμύσσω]]) «τσουγγρανιά», [[τραῦμα]] τοῦ δέρματος, «ἐπιπόλαιον ἕκλος»(Ἡσύχ.), ἀμυχὰς καταμύξαντες Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 1. 6: ἐπὶ σημείων ἢ τραυμάτων προελθόντων ἐκ στραγγαλισμοῦ, Δημ. 1157, 5: - [[ἐγχάραξις]], ἐντομὴ ὑπὸ ἰατροῦ. Ἰατρ. ΙΙ. = [[ἄμυξις]], εἰς [[σημεῖον]] πένθους, ἀμυχὰς κοπτομένων ἀφεῖλεν Πλουτ. Σόλων 21.
}}
}}

Revision as of 10:05, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμῠχή Medium diacritics: ἀμυχή Low diacritics: αμυχή Capitals: ΑΜΥΧΗ
Transliteration A: amychḗ Transliteration B: amychē Transliteration C: amychi Beta Code: a)muxh/

English (LSJ)

ἡ, (ἀμύσσω)

   A scratch, skin-wound, Hp.Epid.7.32; ἀμυχὰς καταμύξαντες Phryn.Com.3; of marks of strangling, D.47.59.    2 Medic., scarification, Antyll. ap. Orib.7.18.3, Gal.10.964.    II = ἄμυξις, in sign of sorrow, ἀμυχὰς κοπτομένων ἀφεῖλεν Plu.Sol. 21.    III metaph., ἀ. καὶ ἑλκώσεις ἐν ταῖς φιλίαις Iamb.VP33.231.

German (Pape)

[Seite 133] ή (ἀμύσσω), Riß, Schramme, μεγάλας ἀμυχὰς καταμύξαντες Phryn. com. Ath. IV, 165 c; Dem. 47, 59; Plut. Sol. 21; Luc. Conv. 20; nach B. A. 21 τὰ ὑπὸ πολλῶν κνίσματα καλούμενα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμῠχή: ἡ, (ἀμύσσω) «τσουγγρανιά», τραῦμα τοῦ δέρματος, «ἐπιπόλαιον ἕκλος»(Ἡσύχ.), ἀμυχὰς καταμύξαντες Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 1. 6: ἐπὶ σημείων ἢ τραυμάτων προελθόντων ἐκ στραγγαλισμοῦ, Δημ. 1157, 5: - ἐγχάραξις, ἐντομὴ ὑπὸ ἰατροῦ. Ἰατρ. ΙΙ. = ἄμυξις, εἰς σημεῖον πένθους, ἀμυχὰς κοπτομένων ἀφεῖλεν Πλουτ. Σόλων 21.