κεροπλάστης: Difference between revisions
From LSJ
(13_3) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1425.png Seite 1425]] ὁ, mit Horn, mit dem Kamm schmückend, das Haar, Haarkräusler, nach Poll. 2, 32, weil das Haar auch [[κέρας]] hieß; Archil. frg. bei Schol. Il. 24, 81. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1425.png Seite 1425]] ὁ, mit Horn, mit dem Kamm schmückend, das Haar, Haarkräusler, nach Poll. 2, 32, weil das Haar auch [[κέρας]] hieß; Archil. frg. bei Schol. Il. 24, 81. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κεροπλάστης''': -ου, ὁ, ὁ διευθετῶν καὶ κοσμῶν τὴν κόμην κατὰ κέρατα ἢ πλεξίδας, [[κομμωτής]], καλλωπιστὴς τῆς [[κόμης]], Ἀρχίλ. (66) παρὰ Πλουτ. 2. 977Α ([[ἔνθα]] ἐφαρμένως κηρ-)· ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[κεροπλάστης]]· [[λεπτουργός]]. ἢ [[τριχοκοσμητής]]», [[Πολυδ]]. Β΄, 31, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ω. 81. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:21, 5 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A arranging the hair in horns or queues (cf. κέρας v.1), hairdresser, Archil.57, Poll.2.31, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1425] ὁ, mit Horn, mit dem Kamm schmückend, das Haar, Haarkräusler, nach Poll. 2, 32, weil das Haar auch κέρας hieß; Archil. frg. bei Schol. Il. 24, 81.
Greek (Liddell-Scott)
κεροπλάστης: -ου, ὁ, ὁ διευθετῶν καὶ κοσμῶν τὴν κόμην κατὰ κέρατα ἢ πλεξίδας, κομμωτής, καλλωπιστὴς τῆς κόμης, Ἀρχίλ. (66) παρὰ Πλουτ. 2. 977Α (ἔνθα ἐφαρμένως κηρ-)· ― Καθ’ Ἡσύχ. «κεροπλάστης· λεπτουργός. ἢ τριχοκοσμητής», Πολυδ. Β΄, 31, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ω. 81.