τεχνητός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
(c1)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1103.png Seite 1103]] künstlich od. listig gemacht, Plut. Pericl. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1103.png Seite 1103]] künstlich od. listig gemacht, Plut. Pericl. 6.
}}
{{ls
|lstext='''τεχνητός''': -ή, -όν, ὁ διὰ τῆς τέχνης γινόμενος (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν φύσει ὑπάρχοντα), αὐγῆς μὲν οὖν δύο εἴδεα, τὸ μὲν κοινόν, τὸ δὲ τεχνητὸν Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740· τ. σύμβολα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ θεῖα, Πλουτ. Περικλ. 6.
}}
}}

Revision as of 11:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνητός Medium diacritics: τεχνητός Low diacritics: τεχνητός Capitals: ΤΕΧΝΗΤΟΣ
Transliteration A: technētós Transliteration B: technētos Transliteration C: technitos Beta Code: texnhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A artificial, opp. natural, αὐγῆς εἶδος Hp.Off.3; τ. σύμβολα, opp. θεῖα, Plu.Per.6; τὸ τεχνητόν the product of a craft, Plot.4.4.23; τὰ τεχνητὰ τῶν ὀργάνων artificial instruments (or perh. instruments belonging to a craft), as the builder's κανών, ibid.

German (Pape)

[Seite 1103] künstlich od. listig gemacht, Plut. Pericl. 6.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνητός: -ή, -όν, ὁ διὰ τῆς τέχνης γινόμενος (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν φύσει ὑπάρχοντα), αὐγῆς μὲν οὖν δύο εἴδεα, τὸ μὲν κοινόν, τὸ δὲ τεχνητὸν Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740· τ. σύμβολα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ θεῖα, Πλουτ. Περικλ. 6.