καλλίφυλλον: Difference between revisions

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding

Source
(c1)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1311.png Seite 1311]] τό, eine Pflanze, Schönblatt, Frauenhaar, Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1311.png Seite 1311]] τό, eine Pflanze, Schönblatt, Frauenhaar, Hippocr.
}}
{{ls
|lstext='''καλλίφυλλον''': τό, [[εἶδος]] μικρᾶς πτερίδος, Ἱππ. 1226Ε· τὸ αὐτὸ ὀνομάζεται [[προσέτι]] [[καλλίτριχον]] καὶ ἀδίαντον, «[[καλλίφυλλον]] (καλλίφυτον, Kühn): [[ὅπερ]] [[καλλίτριχον]] καὶ ἀδίαντον ὀνομάζεται» Γαλην. τ. 19, σ. 107, 11, ἔκδ. Kühn.
}}
}}

Revision as of 09:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐφυλλον Medium diacritics: καλλίφυλλον Low diacritics: καλλίφυλλον Capitals: ΚΑΛΛΙΦΥΛΛΟΝ
Transliteration A: kallíphyllon Transliteration B: kalliphyllon Transliteration C: kallifyllon Beta Code: kalli/fullon

English (LSJ)

τό,

   A = ἀδίαντον, Hp.Epid.7.59 (καλλῐ-φυτον Gal.19.107).

German (Pape)

[Seite 1311] τό, eine Pflanze, Schönblatt, Frauenhaar, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίφυλλον: τό, εἶδος μικρᾶς πτερίδος, Ἱππ. 1226Ε· τὸ αὐτὸ ὀνομάζεται προσέτι καλλίτριχον καὶ ἀδίαντον, «καλλίφυλλον (καλλίφυτον, Kühn): ὅπερ καλλίτριχον καὶ ἀδίαντον ὀνομάζεται» Γαλην. τ. 19, σ. 107, 11, ἔκδ. Kühn.