κατασκοπή: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(13_4)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1379.png Seite 1379]] ἡ, das Beschauen, Auskundschaften, Erforschen; Soph. Phil. 45; [[μολεῖν]] εἰς κατασκοπήν Eur. Bacch. 836; plur., Thuc. 6, 34; οὓς ἐπεπόμφει ἐπὶ κατασκοπῇ Xen. Cyr. 6, 2, 9; οἱ ἐπὶ τὴν κατασκοπὴν ἐκπεμφθέντες Pol. 3, 95, 8; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1379.png Seite 1379]] ἡ, das Beschauen, Auskundschaften, Erforschen; Soph. Phil. 45; [[μολεῖν]] εἰς κατασκοπήν Eur. Bacch. 836; plur., Thuc. 6, 34; οὓς ἐπεπόμφει ἐπὶ κατασκοπῇ Xen. Cyr. 6, 2, 9; οἱ ἐπὶ τὴν κατασκοπὴν ἐκπεμφθέντες Pol. 3, 95, 8; Sp.
}}
{{ls
|lstext='''κατασκοπή''': ἡ, ἐκ τοῦ πλησίον [[ἐξέτασις]], [[κατασκόπευσις]], πέμπει τινὰ εἰς κατασκοπὴν Σοφ. Φιλ. 45· ἐς κ. [[μολεῖν]] Εὐρ. Βάκχ. 838· ἐπὶ κατασκοπῇ Ξεν. Κύρ. 6. 2, 9, πρβλ. Ἑλλ. 1. 4. 11· ἐπὶ κατασκοπὴν Πολύβ. 3. 95, 8· κατασκοπῆς ἔνεκα Ξεν. Ἀν. 7. 4, 13· ἔχειν κ. ([[ὅπερ]] ὁ Ὅμηρ. σκοπιὴν ἔχειν, ἀντὶ τοῦ σκοπιάζειν, σκοπιωρεῖσθαι, κατασκέπτασθαι), οὐ δι’ ἀγγέλων, ἀλλ’ αὐτὸς κ. ἔχων πρὸ τοῦ χάρακος Πλουτ. Φάβ. 12· κατασκοπαῖς χρῆσθαι, κατασκοπεύειν, Θουκ. 6. 34· ἐς τὴν κ. τῶν χρημάτων, εἰς τὴν ἐπιθεώρησιν, ἐξέτασιν τῶν χρημάτων, [[αὐτόθι]] 46· κ. τῶν πραγμάτων Αἰσχίν. 31. 42.
}}
}}

Revision as of 11:30, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκοπή Medium diacritics: κατασκοπή Low diacritics: κατασκοπή Capitals: ΚΑΤΑΣΚΟΠΗ
Transliteration A: kataskopḗ Transliteration B: kataskopē Transliteration C: kataskopi Beta Code: kataskoph/

English (LSJ)

ἡ,

   A viewing closely, spying, πέμπειν τινὰ εἰς κατασκοπήν S.Ph.45; μολεῖν εἰς κ. E.Ba.838; ἐπὶ κατασκοπήν X.Cyr.6.2.9, cf. HG1.4.11, Arist.Ath. Fr.4, Plb.3.95.8; ἐπὶ-σκοπῇ τῶν πραγμάτων Aeschin.2.28; κατασκοπῆς ἕνεκα X.An.7.4.13; ἔχειν κ. Plu.Fab.12; κατασκοπαῖς χρωμένους Th.6.34; ἐς τὴν κ. τῶν χρημάτων to inspect the money, ib.46.

German (Pape)

[Seite 1379] ἡ, das Beschauen, Auskundschaften, Erforschen; Soph. Phil. 45; μολεῖν εἰς κατασκοπήν Eur. Bacch. 836; plur., Thuc. 6, 34; οὓς ἐπεπόμφει ἐπὶ κατασκοπῇ Xen. Cyr. 6, 2, 9; οἱ ἐπὶ τὴν κατασκοπὴν ἐκπεμφθέντες Pol. 3, 95, 8; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκοπή: ἡ, ἐκ τοῦ πλησίον ἐξέτασις, κατασκόπευσις, πέμπει τινὰ εἰς κατασκοπὴν Σοφ. Φιλ. 45· ἐς κ. μολεῖν Εὐρ. Βάκχ. 838· ἐπὶ κατασκοπῇ Ξεν. Κύρ. 6. 2, 9, πρβλ. Ἑλλ. 1. 4. 11· ἐπὶ κατασκοπὴν Πολύβ. 3. 95, 8· κατασκοπῆς ἔνεκα Ξεν. Ἀν. 7. 4, 13· ἔχειν κ. (ὅπερ ὁ Ὅμηρ. σκοπιὴν ἔχειν, ἀντὶ τοῦ σκοπιάζειν, σκοπιωρεῖσθαι, κατασκέπτασθαι), οὐ δι’ ἀγγέλων, ἀλλ’ αὐτὸς κ. ἔχων πρὸ τοῦ χάρακος Πλουτ. Φάβ. 12· κατασκοπαῖς χρῆσθαι, κατασκοπεύειν, Θουκ. 6. 34· ἐς τὴν κ. τῶν χρημάτων, εἰς τὴν ἐπιθεώρησιν, ἐξέτασιν τῶν χρημάτων, αὐτόθι 46· κ. τῶν πραγμάτων Αἰσχίν. 31. 42.