σκιωτός: Difference between revisions
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
(c1) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0900.png Seite 900]] beschattet, schattirt, ζῶναι, Arr. Peripl. erythr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0900.png Seite 900]] beschattet, schattirt, ζῶναι, Arr. Peripl. erythr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σκιωτός''': -ή, -όν, (σκιόω) ἔχων σκιάν, σκ. [[ζώνη]], ἔχουσα γραμμὰς μὲ χρώματα κατὰ μικρὸν προσεγγίζοντα ἀλλήλοις καὶ μεταπίπτοντα εἰς ἄλληλα, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 13. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A striped, cf. σκιά; σ. ζώνη Peripl.M.Rubr.24, cf. POxy.921.15 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 900] beschattet, schattirt, ζῶναι, Arr. Peripl. erythr.
Greek (Liddell-Scott)
σκιωτός: -ή, -όν, (σκιόω) ἔχων σκιάν, σκ. ζώνη, ἔχουσα γραμμὰς μὲ χρώματα κατὰ μικρὸν προσεγγίζοντα ἀλλήλοις καὶ μεταπίπτοντα εἰς ἄλληλα, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 13.