ῥακώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
(c2) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0833.png Seite 833]] ες, zerrissen, zerlumpt von Ansehen, auch runzlig, [[σῶμα]], Rufin. 32 (V, 21). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0833.png Seite 833]] ες, zerrissen, zerlumpt von Ansehen, auch runzlig, [[σῶμα]], Rufin. 32 (V, 21). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥᾰκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) κατεσχισμένος, «κουρελιασμένος», [[χιτωνίσκος]] Δίων Κ. 65. 20. 2) ἐρρυτιδωμένος, Ἀνθ. Π. 5. 21· παρὰ Γαλην. ἐπὶ τοῦ ἐρρυτιδωμένου δέρματος τῶν λιποσάρκων ἀσθενῶν τῶν ἐπὶ τῆς κλίνης ἐπὶ πολὺ μεινάντων. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:14, 5 August 2017
English (LSJ)
ες,
A ragged, χιτωνίσκος D.C.65.20. 2 wrinkled, AP5.20 (Rufin.), Sor.1.88; of the worn and chafed skin of bedridden people, Gal.11.132.
German (Pape)
[Seite 833] ες, zerrissen, zerlumpt von Ansehen, auch runzlig, σῶμα, Rufin. 32 (V, 21).
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰκώδης: -ες, (εἶδος) κατεσχισμένος, «κουρελιασμένος», χιτωνίσκος Δίων Κ. 65. 20. 2) ἐρρυτιδωμένος, Ἀνθ. Π. 5. 21· παρὰ Γαλην. ἐπὶ τοῦ ἐρρυτιδωμένου δέρματος τῶν λιποσάρκων ἀσθενῶν τῶν ἐπὶ τῆς κλίνης ἐπὶ πολὺ μεινάντων.