χειρωτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
(c2) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1348.png Seite 1348]] zum Ueberwältigen, Bezwingen gehörig, geschickt, Plat. Soph. 219 d 231 b u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1348.png Seite 1348]] zum Ueberwältigen, Bezwingen gehörig, geschickt, Plat. Soph. 219 d 231 b u. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χειρωτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ χειροῦσθα, ὑποτάσσειν, τὸ λοιπὸν ἢ κατ’ ἔργα ἢ κατὰ λόγους χειρούμενον ξύμπαν χειρωτικὸν ἂν εἴη Πλάτ. Πολιτικ. 219D· χειρωτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἐξημεροῦν, τιθασσεύειν, [[αὐτόθι]] 223β, πρβλ. 221Β. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A apt at conquering or subduing, Pl.Sph.219d: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of subduing, ib.221b.
German (Pape)
[Seite 1348] zum Ueberwältigen, Bezwingen gehörig, geschickt, Plat. Soph. 219 d 231 b u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χειρωτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ χειροῦσθα, ὑποτάσσειν, τὸ λοιπὸν ἢ κατ’ ἔργα ἢ κατὰ λόγους χειρούμενον ξύμπαν χειρωτικὸν ἂν εἴη Πλάτ. Πολιτικ. 219D· χειρωτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἐξημεροῦν, τιθασσεύειν, αὐτόθι 223β, πρβλ. 221Β.