ἀποκρουστικός: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
(c2) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0309.png Seite 309]] zurückstoßend, abwehrend, φάρμακα Medic.; [[σελήνη]], der abnehmende Mond, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0309.png Seite 309]] zurückstoßend, abwehrend, φάρμακα Medic.; [[σελήνη]], der abnehmende Mond, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀποκρουστικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος ἢ ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἀποκρούσῃ, φάρμακα ἀποκρουστικά, τὰ ἀναστέλλοντα τὸ φερόμενον ὑπὸ τῶν ῥευμάτων ἐπὶ τὸ πεπονθός, Γαλην. τ. 12. σ. 226, Διοσκ. 1. 167, ἴδε [[ἀπόκρουσις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:49, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A able to drive off, dispel, Dsc.1.116; δυνάμεις Gal.1.396; repulsive, D.L.2.87. 2 waning, ἀ. σελήνη Ptol.Tetr.149, cf. Paul.Al.G.4; δέλτος ἀ. πρὸς σελήνην PMag.Par.1.2241.
German (Pape)
[Seite 309] zurückstoßend, abwehrend, φάρμακα Medic.; σελήνη, der abnehmende Mond, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρουστικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος ἢ ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἀποκρούσῃ, φάρμακα ἀποκρουστικά, τὰ ἀναστέλλοντα τὸ φερόμενον ὑπὸ τῶν ῥευμάτων ἐπὶ τὸ πεπονθός, Γαλην. τ. 12. σ. 226, Διοσκ. 1. 167, ἴδε ἀπόκρουσις.