γανόω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
(13_4) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0473.png Seite 473]] glänzend machen, glätten, καὶ [[ἐπιλεαίνω]] Plut. de ad. et am. discr. 52; χρώμασι, anstreichen, Symp. 5, 8, 2; γεγανωμένα, überzinnie Kupfergefäße, Medic.; – erheitern, Anacr. 48, 12; pass., ergötzt werden, Ar. Ach. 7; ὑπὸ τῆς ᾠδῆς Plat. Rep. III, 411 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0473.png Seite 473]] glänzend machen, glätten, καὶ [[ἐπιλεαίνω]] Plut. de ad. et am. discr. 52; χρώμασι, anstreichen, Symp. 5, 8, 2; γεγανωμένα, überzinnie Kupfergefäße, Medic.; – erheitern, Anacr. 48, 12; pass., ergötzt werden, Ar. Ach. 7; ὑπὸ τῆς ᾠδῆς Plat. Rep. III, 411 a. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''γανόω''': [[λαμπρύνω]], στιλβώνω, Πλούτ. 2 74D, 683E· ἑοῖς ἐγάνωσεν ἰάκχοις, ἐδόξασεν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 985· - παθ., πληροῦμαι χαρᾶς, ἀγάλλομαι, ταῦθ’ ὡς ἐγανώθην Ἀριστοφ. Ἀχ. 7· ἀλλ’ ἀείποτε σχεδὸν κατὰ μετοχ. παθ. πρκμ. γεγανωμένος, ὡς τὸ Λατ. nitidus, Ἀνακρ. 11, Πλάτ. Πολ. 411A, πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 42Β· - παρ’ Εὐστ. 1188.61, γεγανωμένα, ἀγγεῖα διὰ κασσιτέρου ἐπικεχρισμένα. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:29, 5 August 2017
English (LSJ)
A make bright, polish, Plu.2.74e: metaph., τὰ πράγματα τοῖς εὐπροσωποτάτοις τῶν ἐπιθέτων ib.683e:—metaph. in Pass., ἀληθείας φωτὶ γεγανωμένα Dam.Pr.33,cf.26; ὰὴρ . . ζοφερὸς καὶ οἷον γεγανωμένος Agath.5.3; ἑοῖς ἐγάνωσεν ἰάκχοις glorified, Epigr.Gr.985 (Philae); make glad, delight, τὴν ψυχήν Ph.1.121:—Pass., to be made glad, exult, ταῦθ' ὡς ἐγανώθην Ar.Ach.7, Ph.1.c., al.:—esp. pf. part. Pass. γεγανωμένος bright, χλανίς Phld.Vit.p.21 J.; glad-looking, στίλβων καὶ γεγανωμένος Anacr.13A; γεγ. ὑπὸ τῆς ᾠδῆς, under the glamour of song, Pl.R.411a, cf. Phld.Mort.13, Plu.2.42c; γεγ. καὶ ἀνθηρός, of oratorical style, Id.TG2. II tin, lacker, ἀγγεῖον γεγανωμένον Crito ap.Gal.12.490; γ. τῷ κασσιτέρῳ Aët.12.55, cf. Eust.1188.61.
German (Pape)
[Seite 473] glänzend machen, glätten, καὶ ἐπιλεαίνω Plut. de ad. et am. discr. 52; χρώμασι, anstreichen, Symp. 5, 8, 2; γεγανωμένα, überzinnie Kupfergefäße, Medic.; – erheitern, Anacr. 48, 12; pass., ergötzt werden, Ar. Ach. 7; ὑπὸ τῆς ᾠδῆς Plat. Rep. III, 411 a.
Greek (Liddell-Scott)
γανόω: λαμπρύνω, στιλβώνω, Πλούτ. 2 74D, 683E· ἑοῖς ἐγάνωσεν ἰάκχοις, ἐδόξασεν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 985· - παθ., πληροῦμαι χαρᾶς, ἀγάλλομαι, ταῦθ’ ὡς ἐγανώθην Ἀριστοφ. Ἀχ. 7· ἀλλ’ ἀείποτε σχεδὸν κατὰ μετοχ. παθ. πρκμ. γεγανωμένος, ὡς τὸ Λατ. nitidus, Ἀνακρ. 11, Πλάτ. Πολ. 411A, πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 42Β· - παρ’ Εὐστ. 1188.61, γεγανωμένα, ἀγγεῖα διὰ κασσιτέρου ἐπικεχρισμένα.