Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τλημόνως: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
(13_1)
 
(6_6)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1123.png Seite 1123]] adv. von [[τλήμων]]; ἤντλουν κακά, Aesch. Ch. 737; μένειν χρὴ [[τλημόνως]], Eur. Suppl. 947, u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1123.png Seite 1123]] adv. von [[τλήμων]]; ἤντλουν κακά, Aesch. Ch. 737; μένειν χρὴ [[τλημόνως]], Eur. Suppl. 947, u. öfter.
}}
{{ls
|lstext='''τλημόνως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[τλήμων]], [[μετὰ]] καρτερίας, τὰ μὲν ἄλλα [[τλημόνως]] ἤντλουν κακὰ Αἰσχύλ. Χο. 748· μένειν χρὴ [[τλημόνως]] Εὐρ. Ἱκ. 947. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τλημόνως]]· ἐλεεινῶς». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 73.
}}
}}

Revision as of 10:38, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 1123] adv. von τλήμων; ἤντλουν κακά, Aesch. Ch. 737; μένειν χρὴ τλημόνως, Eur. Suppl. 947, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

τλημόνως: Ἐπίρρ. τοῦ τλήμων, μετὰ καρτερίας, τὰ μὲν ἄλλα τλημόνως ἤντλουν κακὰ Αἰσχύλ. Χο. 748· μένειν χρὴ τλημόνως Εὐρ. Ἱκ. 947. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τλημόνως· ἐλεεινῶς». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 73.