κέρμα: Difference between revisions
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
(13_5) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1424.png Seite 1424]] τό, eigtl. das Abgeriebene, Zerschnittene, ein kleines Stück, bes. kleines Geld, Scheidemünze; μικροῦ κέρματος πρίασθαι τὴν ἡδονήν Eubul. Ath. XIII, 568 f; Sp., wie N. T.; gew. im plur., τὸ στόμ' ἐπιβύσας κέρμασιν τῶν ῥητόρων, mit einigen Hellern den Mund stopfen, Ar. Plut. 349; Theopomp. bei Ath. XII, 533 a; Dem. 21, 107; oft in der Anth., Ascipds. 27 (V, 181) Glauc. 1 (XII, 44). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1424.png Seite 1424]] τό, eigtl. das Abgeriebene, Zerschnittene, ein kleines Stück, bes. kleines Geld, Scheidemünze; μικροῦ κέρματος πρίασθαι τὴν ἡδονήν Eubul. Ath. XIII, 568 f; Sp., wie N. T.; gew. im plur., τὸ στόμ' ἐπιβύσας κέρμασιν τῶν ῥητόρων, mit einigen Hellern den Mund stopfen, Ar. Plut. 349; Theopomp. bei Ath. XII, 533 a; Dem. 21, 107; oft in der Anth., Ascipds. 27 (V, 181) Glauc. 1 (XII, 44). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κέρμα''': τό, ([[κείρω]]) [[τεμάχιον]], [[ἐντεῦθεν]], μικρὸν [[νόμισμα]], «λεπτόν», Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Μήδῳ» 1, Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 3· ἐγκάψας τὸ κ. εἰς τὴν γνάθον Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 1· μικροῦ πρίασθαι κ. τὴν ἡδονὴν Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1. 7· ― ἐν τῷ πληθ., μικρὰ νομίσματα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1108, Πλ. 379, κτλ. διδοὺς κέρματα παρὰ Δημ. 549. 27 ([[ἔνθα]] ἴδε Buttm.), κτλ. 2) [[καθόλου]], μικρὰ ἐμπορεύματα, Ἀνθ. Π. 5. 45. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:24, 5 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (κείρω)
A fragment, κέρματα θηρείων μελέων dub.l. in Emp.101.1; τὰ κ. τοῦ ἡνωμένου ἡνωμένα Dam.Pr.107, cf. Suid.; but mostly, 2 coin, ἐγκάψας τὸ κ. εἰς τὴν γνάθον Alex.128.7; μικροῦ πρίασθαι κ. τὴν ἡδονήν Eub.67.7, cf. Amphis 5, Antiph.131; collectively, cash, Theopomp.Com.30, Arr.Epict.2.10.14, al., Cat.Cod. Astr.7.244; esp. of copper money, opp. silver (ἀργύριον), PGen.77.5 (ii/iii A.D.): freq. in pl., μικρὰ κ. Ar.Av.1108, cf. Pl.379, Eub.84.1; διδοὺς κέρματα Test. ap. D.21.107, cf. Theopomp.Hist.89a, UPZ81 iv 20, 145 xi 71 (ii B.C.), Alciphr.1.2, AP5.44 (Cillactor).
German (Pape)
[Seite 1424] τό, eigtl. das Abgeriebene, Zerschnittene, ein kleines Stück, bes. kleines Geld, Scheidemünze; μικροῦ κέρματος πρίασθαι τὴν ἡδονήν Eubul. Ath. XIII, 568 f; Sp., wie N. T.; gew. im plur., τὸ στόμ' ἐπιβύσας κέρμασιν τῶν ῥητόρων, mit einigen Hellern den Mund stopfen, Ar. Plut. 349; Theopomp. bei Ath. XII, 533 a; Dem. 21, 107; oft in der Anth., Ascipds. 27 (V, 181) Glauc. 1 (XII, 44).
Greek (Liddell-Scott)
κέρμα: τό, (κείρω) τεμάχιον, ἐντεῦθεν, μικρὸν νόμισμα, «λεπτόν», Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Μήδῳ» 1, Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 3· ἐγκάψας τὸ κ. εἰς τὴν γνάθον Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 1· μικροῦ πρίασθαι κ. τὴν ἡδονὴν Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1. 7· ― ἐν τῷ πληθ., μικρὰ νομίσματα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1108, Πλ. 379, κτλ. διδοὺς κέρματα παρὰ Δημ. 549. 27 (ἔνθα ἴδε Buttm.), κτλ. 2) καθόλου, μικρὰ ἐμπορεύματα, Ἀνθ. Π. 5. 45.