πήσσω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(c2)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0611.png Seite 611]] attisch -ττω, = [[πήγνυμι]]; πηλόν, S. Emp. adv. phys. 1, 217; Diosc. u. a. Sp. S. περιπ.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0611.png Seite 611]] attisch -ττω, = [[πήγνυμι]]; πηλόν, S. Emp. adv. phys. 1, 217; Diosc. u. a. Sp. S. περιπ.
}}
{{ls
|lstext='''πήσσω''': Ἀττ. πήττω, (κοινῶς «πήζω») μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[πήγνυμι]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 247, (κατα-) Στράβ. 194, Διον. Ἁλ. 3. 22· παρατ. ἔπησσον Ἀθήν. 534C. ― Παθ., πήττομαι Στράβ. 629, πρβλ. 307. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 162 κἑξ.
}}
}}

Revision as of 11:23, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πήσσω Medium diacritics: πήσσω Low diacritics: πήσσω Capitals: ΠΗΣΣΩ
Transliteration A: pḗssō Transliteration B: pēssō Transliteration C: pisso Beta Code: ph/ssw

English (LSJ)

Att. πήττω, later form for πήγνυμι, LXX Si.14.24, Ph.1.420, Dsc.4.188, Arr.Epict.1.19.4, S.E.M.9.247, (κατα-) Str.4.3.5, D.H.3.22 : impf.

   A ἔπησσον Satyr.1 :—Pass. πήττομαι Antig.Mir.174, Str.13.4.14, 7.3.18 (συμ-).

German (Pape)

[Seite 611] attisch -ττω, = πήγνυμι; πηλόν, S. Emp. adv. phys. 1, 217; Diosc. u. a. Sp. S. περιπ.

Greek (Liddell-Scott)

πήσσω: Ἀττ. πήττω, (κοινῶς «πήζω») μεταγεν. τύπος τοῦ πήγνυμι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 247, (κατα-) Στράβ. 194, Διον. Ἁλ. 3. 22· παρατ. ἔπησσον Ἀθήν. 534C. ― Παθ., πήττομαι Στράβ. 629, πρβλ. 307. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 162 κἑξ.