ἀνεπισήμαντος: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(c2) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] nicht ausgezeichnet, κατὰ τὴν ἐσθῆτα Pol. 5, 81; nicht belobt, 11, 2; D. Sic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] nicht ausgezeichnet, κατὰ τὴν ἐσθῆτα Pol. 5, 81; nicht belobt, 11, 2; D. Sic. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνεπισήμαντος''': -ον, ὁ μὴ διακρινόμενος, κατὰ τὴν ἐσθῆτα καὶ τὴν [[ἄλλην]] περιβολὴν [[ἀνεπισήμαντος]] Πολύβ. 5. 81, 3 [[ἀπαρατήρητος]], οὐκ ἄξιον ἀνεπισήμαντον παραλιπεῖν τὸν Ἀσδρούβαν ὁ αὐτ. 11. 2, 1, Διόδ. 11. 59. - Ἐπίρρ. -ντως Ἀψίν. σ. 43. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A undistinguished, κατὰ τὴν ἐσθῆτα Plb.5.81.3; unrecorded, unnoticed, ἀ. τινα or τι παραλιπεῖν Id.11.2.1, D.S.11.59, cf. Phld. Sign.34. Adv. -τως without notice, Aps.p.259H. II without an attack of ἐπισημασία (q.v.), Gal.14.277. III Act., not conferring distinction, σοφοῖς ἀνδράσι Dariusap.D.L.9.14.
German (Pape)
[Seite 225] nicht ausgezeichnet, κατὰ τὴν ἐσθῆτα Pol. 5, 81; nicht belobt, 11, 2; D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπισήμαντος: -ον, ὁ μὴ διακρινόμενος, κατὰ τὴν ἐσθῆτα καὶ τὴν ἄλλην περιβολὴν ἀνεπισήμαντος Πολύβ. 5. 81, 3 ἀπαρατήρητος, οὐκ ἄξιον ἀνεπισήμαντον παραλιπεῖν τὸν Ἀσδρούβαν ὁ αὐτ. 11. 2, 1, Διόδ. 11. 59. - Ἐπίρρ. -ντως Ἀψίν. σ. 43.