ἀταμίευτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(13_3)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0383.png Seite 383]] 1) nicht gut verwaltet, nicht gespart, Philo. – 2) nicht sparend, verschwenderisch, Plut. educ. lib. 15. – Adv. ἀταμιεύτως, ταῖς ὀργαῖς χρῆσθαι Plat. Legg. IX, 867 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0383.png Seite 383]] 1) nicht gut verwaltet, nicht gespart, Philo. – 2) nicht sparend, verschwenderisch, Plut. educ. lib. 15. – Adv. ἀταμιεύτως, ταῖς ὀργαῖς χρῆσθαι Plat. Legg. IX, 867 a.
}}
{{ls
|lstext='''ἀτᾰμίευτος''': -ον, ὁ μὴ ταμιευόμενος, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ φυλάξῃ, νὰ κρατὴσῃ [[ἐντός]], [[δαψιλής]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 27· ἀταμιεύτοις καὶ πλουσίαις χάρισι Φίλων 1. 5: [[ἀκυβέρνητος]], [[ἀνυπότακτος]], [[ἀκατάσχετος]], ἀταμίευτον γὰρ τῶν ἡδονῶν ἡ ἀκμὴ καὶ σκιρτητικὸν καὶ χαλινοῦ δεόμενον Πλούτ. 2. 12Β: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀφειδῶς, ἀσώτως, Πλάτω. Νόμ. 867Α.
}}
}}

Revision as of 11:39, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτᾰμίευτος Medium diacritics: ἀταμίευτος Low diacritics: αταμίευτος Capitals: ΑΤΑΜΙΕΥΤΟΣ
Transliteration A: atamíeutos Transliteration B: atamieutos Transliteration C: atamieftos Beta Code: a)tami/eutos

English (LSJ)

ον,

   A that cannot be stored, Ph.2.113; that cannot be regulated, Arist.GA788a34; uncontrolled, inordinate, J.BJ4.1.6. Adv. -τως, ὑπὸ θυμοῦ ἐπισπασθείς Plu.Arat.37.    2 not needing to be husbanded, Max.Tyr.3.9, al.    II Act., not husbanding, prodigal, lavish, χάριτες Ph.1.5: c. gen., ἡδονῶν Plu.2.12c. Adv. -τως, ταῖς ὀργαῖς χρώμενος Pl.Lg.867a; ἀ. πάντα χαρίζεσθαι Ph.2.274.

German (Pape)

[Seite 383] 1) nicht gut verwaltet, nicht gespart, Philo. – 2) nicht sparend, verschwenderisch, Plut. educ. lib. 15. – Adv. ἀταμιεύτως, ταῖς ὀργαῖς χρῆσθαι Plat. Legg. IX, 867 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτᾰμίευτος: -ον, ὁ μὴ ταμιευόμενος, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ φυλάξῃ, νὰ κρατὴσῃ ἐντός, δαψιλής, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 27· ἀταμιεύτοις καὶ πλουσίαις χάρισι Φίλων 1. 5: ἀκυβέρνητος, ἀνυπότακτος, ἀκατάσχετος, ἀταμίευτον γὰρ τῶν ἡδονῶν ἡ ἀκμὴ καὶ σκιρτητικὸν καὶ χαλινοῦ δεόμενον Πλούτ. 2. 12Β: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀφειδῶς, ἀσώτως, Πλάτω. Νόμ. 867Α.