μισθοκομίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
(6_2)
 
(25)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μισθοκομίζομαι''': [[μισθοφορέω]], Achmes 187.
|lstext='''μισθοκομίζομαι''': [[μισθοφορέω]], Achmes 187.
}}
{{grml
|mltxt=[[μισθοκομίζομαι]] (Μ)<br />[[λαμβάνω]] [[μισθό]], μισθοδοτούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> <i>κομίζομαι</i> «[[λαμβάνω]], [[παίρνω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 07:27, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μισθοκομίζομαι: μισθοφορέω, Achmes 187.

Greek Monolingual

μισθοκομίζομαι (Μ)
λαμβάνω μισθό, μισθοδοτούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + κομίζομαι «λαμβάνω, παίρνω»].