μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
μισθοκομίζομαι: μισθοφορέω, Achmes 187.
μισθοκομίζομαι (Μ)λαμβάνω μισθό, μισθοδοτούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + κομίζομαι «λαμβάνω, παίρνω»].