Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μάνυζα: Difference between revisions

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
(6_4)
 
(24)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάνυζα''': «μονοκέφαλον [[σκόροδον]], [[ὅπερ]] [[ἔνιοι]] μώλυζαν» Ἡσύχ.
|lstext='''μάνυζα''': «μονοκέφαλον [[σκόροδον]], [[ὅπερ]] [[ἔνιοι]] μώλυζαν» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μάνυζα]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μονοκέφαλον [[σκόροδον]], [[ὅπερ]] [[ἔνιοι]] μώλυζαν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με τα [[μανός]] και [[μάνυ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[κόνυζα]], [[μώλυζα]])].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μάνυζα: «μονοκέφαλον σκόροδον, ὅπερ ἔνιοι μώλυζαν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μάνυζα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μονοκέφαλον σκόροδον, ὅπερ ἔνιοι μώλυζαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα μανός και μάνυ (πρβλ. κόνυζα, μώλυζα)].