περιθειόω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
(6_2)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιθειόω''': [[καπνίζω]] τι καλὼς διὰ θείου, [[καθαίρω]], [[κυρίως]] διὰ θείου, «περιθειῶσαι· περικαθᾶραι, [[κυρίως]] θείῳ» Ἡσύχ., Φώτ.· - παρὰ Μενάνδρῳ ἐν «Δεισιδαίμονι» 1,6 ὁ Meineke διορθοῖ περιθεωσάτωσαν. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 104.
|lstext='''περιθειόω''': [[καπνίζω]] τι καλὼς διὰ θείου, [[καθαίρω]], [[κυρίως]] διὰ θείου, «περιθειῶσαι· περικαθᾶραι, [[κυρίως]] θείῳ» Ἡσύχ., Φώτ.· - παρὰ Μενάνδρῳ ἐν «Δεισιδαίμονι» 1,6 ὁ Meineke διορθοῖ περιθεωσάτωσαν. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 104.
}}
{{elru
|elrutext='''περιθειόω:''' или [[περιθεόω]] очищать кругом или окуривать серой Men.
}}
}}

Revision as of 02:00, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 576] herumgehen und durch Schwefeln reinigen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

περιθειόω: καπνίζω τι καλὼς διὰ θείου, καθαίρω, κυρίως διὰ θείου, «περιθειῶσαι· περικαθᾶραι, κυρίως θείῳ» Ἡσύχ., Φώτ.· - παρὰ Μενάνδρῳ ἐν «Δεισιδαίμονι» 1,6 ὁ Meineke διορθοῖ περιθεωσάτωσαν. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 104.

Russian (Dvoretsky)

περιθειόω: или περιθεόω очищать кругом или окуривать серой Men.