τρηχώδης: Difference between revisions
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
(6_7) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρηχώδης''': -ες, Ἰωνικ. ἀντὶ [[τραχώδης]], [[τραχύς]], Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 230, [[ἔνθα]]: «γράφεται δὲ καὶ ῥηχώδεος καὶ τρηχώδεος ἀμφότερα περὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] σημαινομένου τῆς τραχείας». | |lstext='''τρηχώδης''': -ες, Ἰωνικ. ἀντὶ [[τραχώδης]], [[τραχύς]], Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 230, [[ἔνθα]]: «γράφεται δὲ καὶ ῥηχώδεος καὶ τρηχώδεος ἀμφότερα περὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] σημαινομένου τῆς τραχείας». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[τραχώδης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ες, Ion. for τραχώδης, v.l. (ap.Sch.) for ῥηχώδης in Nic. Al.230.
Greek (Liddell-Scott)
τρηχώδης: -ες, Ἰωνικ. ἀντὶ τραχώδης, τραχύς, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 230, ἔνθα: «γράφεται δὲ καὶ ῥηχώδεος καὶ τρηχώδεος ἀμφότερα περὶ τοῦ αὐτοῦ σημαινομένου τῆς τραχείας».
Greek Monolingual
-ῶδες, Α
ιων. τ. βλ. τραχώδης.