προτέρως: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
(6_6)
 
(35)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''προτέρως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[πρότερος]], κατὰ τὸν πρότερον τρόπον, Βυζ.
|lstext='''προτέρως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[πρότερος]], κατὰ τὸν πρότερον τρόπον, Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=Μ<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[πρότερος]].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

προτέρως: Ἐπίρρ. τοῦ πρότερος, κατὰ τὸν πρότερον τρόπον, Βυζ.

Greek Monolingual

Μ
επίρρ. βλ. πρότερος.