ἐψευσμένως: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(6_6)
(15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐψευσμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ [[ψεύδομαι]], ψευδῶς, ἀπατηλῶς, Πλάτ. Νόμ. 897Α, Στράβ. 63.
|lstext='''ἐψευσμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ [[ψεύδομαι]], ψευδῶς, ἀπατηλῶς, Πλάτ. Νόμ. 897Α, Στράβ. 63.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐψευσμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[ψευδώς]], απατηλά, λανθασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη μτχ. παρακμ. <i>εψευσμένος</i> του [[ψεύδομαι]]].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐψευσμένως Medium diacritics: ἐψευσμένως Low diacritics: εψευσμένως Capitals: ΕΨΕΥΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: epseusménōs Transliteration B: epseusmenōs Transliteration C: epsefsmenos Beta Code: e)yeusme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass., (ψεύδομαι)

   A falsely, wrongly, Pl. Lg.897a, Str.1.2.30, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐψευσμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ ψεύδομαι, ψευδῶς, ἀπατηλῶς, Πλάτ. Νόμ. 897Α, Στράβ. 63.

Greek Monolingual

ἐψευσμένως (Α)
επίρρ. ψευδώς, απατηλά, λανθασμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μτχ. παρακμ. εψευσμένος του ψεύδομαι].