διαφυράω: Difference between revisions

From LSJ
(6_13b)
 
(big3_11)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαφῡράω''': μέλλ. -άσω, διαμάττω Ἡσύχ.· μεταφ., [[συγχέω]], ἀναμιγνύω, Ἐπιφάν. 1, σ. 964.
|lstext='''διαφῡράω''': μέλλ. -άσω, διαμάττω Ἡσύχ.· μεταφ., [[συγχέω]], ἀναμιγνύω, Ἐπιφάν. 1, σ. 964.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[mezclar]] con agua διαφυρᾶν τὰ ἄλφιτα πρὸς τὸ ποιῆσαι μάζας Hsch.s.u. διαμάττειν, en v. pas. Sch.Ar.<i>Eq</i>.1105c<br /><b class="num">•</b>con saliva [[masticar]] Dsc.<i>Ther</i>.2.<br /><b class="num">2</b> [[empapar]] κροκύδα διαφυράσας ... οὕτω σμῆχε τοὺς τόπους Asclep. en Aët.8.42.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

διαφῡράω: μέλλ. -άσω, διαμάττω Ἡσύχ.· μεταφ., συγχέω, ἀναμιγνύω, Ἐπιφάν. 1, σ. 964.

Spanish (DGE)

1 mezclar con agua διαφυρᾶν τὰ ἄλφιτα πρὸς τὸ ποιῆσαι μάζας Hsch.s.u. διαμάττειν, en v. pas. Sch.Ar.Eq.1105c
con saliva masticar Dsc.Ther.2.
2 empapar κροκύδα διαφυράσας ... οὕτω σμῆχε τοὺς τόπους Asclep. en Aët.8.42.