ἀχειρί: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(6_6)
 
(big3_8)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχειρί''': ἐπίρρ., [[ἄνευ]] χειρῶν, ταῖς πύλαις [[ἀχειρί]] καὶ αὐτοματί αἴρεσθαι ἐπιτρέπομεν Ἐπιφάν. τ. 2. σ. 271D).
|lstext='''ἀχειρί''': ἐπίρρ., [[ἄνευ]] χειρῶν, ταῖς πύλαις [[ἀχειρί]] καὶ αὐτοματί αἴρεσθαι ἐπιτρέπομεν Ἐπιφάν. τ. 2. σ. 271D).
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. [[sin ayuda de manos]], [[por sí mismo]] αὐταῖς ταῖς πύλαις ἀ. καὶ αὐτοματὶ αἴρεσθαι ἐπιτρέπομεν Epiph.Const.<i>Hom</i>.M.43.457C.
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀχειρί: ἐπίρρ., ἄνευ χειρῶν, ταῖς πύλαις ἀχειρί καὶ αὐτοματί αἴρεσθαι ἐπιτρέπομεν Ἐπιφάν. τ. 2. σ. 271D).

Spanish (DGE)

adv. sin ayuda de manos, por sí mismo αὐταῖς ταῖς πύλαις ἀ. καὶ αὐτοματὶ αἴρεσθαι ἐπιτρέπομεν Epiph.Const.Hom.M.43.457C.