ἀνεξάρνητος: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(6_18)
(big3_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεξάρνητος''': -ον, ὁ μὴ ἐξαρνούμενός τι, μ. γεν. ἀνεξαρνήτους ἡμᾶς γίνεσθαι τοῦ ὀνόματος [[αὐτοῦ]] Ἰουστῖν. Μάρτ. πρὸς Τρύφ. σ. 195.
|lstext='''ἀνεξάρνητος''': -ον, ὁ μὴ ἐξαρνούμενός τι, μ. γεν. ἀνεξαρνήτους ἡμᾶς γίνεσθαι τοῦ ὀνόματος [[αὐτοῦ]] Ἰουστῖν. Μάρτ. πρὸς Τρύφ. σ. 195.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no negado]], [[no rehusado]] μενούσης μοι τῆς κατὰ θεὸν πολιτείας ἀνεξαρνήτου Tat.<i>Orat</i>.42.<br /><b class="num">2</b> [[innegable]], [[incontestable]] εἰς ἀνεξάρνητον μαρτύριον τοῦ θανάτου <i>A.Io</i>.9.<br /><b class="num">3</b> [[que no niega]] ἀνεξαρνήτους ἡμᾶς ... τοῦ ὀνόματος [[αὐτοῦ]] Iust.Phil.<i>Dial</i>.30.2.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin denegación]], <i>A.Mart</i>.13.5.3.
}}
}}

Revision as of 12:13, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 223] ohne zu läugnen, Iust. Mart.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξάρνητος: -ον, ὁ μὴ ἐξαρνούμενός τι, μ. γεν. ἀνεξαρνήτους ἡμᾶς γίνεσθαι τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ Ἰουστῖν. Μάρτ. πρὸς Τρύφ. σ. 195.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no negado, no rehusado μενούσης μοι τῆς κατὰ θεὸν πολιτείας ἀνεξαρνήτου Tat.Orat.42.
2 innegable, incontestable εἰς ἀνεξάρνητον μαρτύριον τοῦ θανάτου A.Io.9.
3 que no niega ἀνεξαρνήτους ἡμᾶς ... τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ Iust.Phil.Dial.30.2.
II adv. -ως sin denegación, A.Mart.13.5.3.