ὀξύπυκνος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
(6_18) |
(29) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξύπυκνος''': -ον, ὁ κατὰ ἕνα τόνον ὀξύτερος τοῦ πυκνοῦ (ἐν μουσικῇ) Βρυενν. Ἁρμον. σ. 384C, κλ. | |lstext='''ὀξύπυκνος''': -ον, ὁ κατὰ ἕνα τόνον ὀξύτερος τοῦ πυκνοῦ (ἐν μουσικῇ) Βρυενν. Ἁρμον. σ. 384C, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀξύπυκνος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ὀξύπυκνος]] [[φθόγγος]]» — [[φθόγγος]] [[κατά]] έναν τόνο οξύτερος του πυκνού, μία από τις [[τρεις]] κατηγορίες τών κινούμενων φθόγγων. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 354] mit scharfem, hohem πυκνόν (s. dieses), Music.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύπυκνος: -ον, ὁ κατὰ ἕνα τόνον ὀξύτερος τοῦ πυκνοῦ (ἐν μουσικῇ) Βρυενν. Ἁρμον. σ. 384C, κλ.
Greek Monolingual
ὀξύπυκνος, -ον (Α)
φρ. «ὀξύπυκνος φθόγγος» — φθόγγος κατά έναν τόνο οξύτερος του πυκνού, μία από τις τρεις κατηγορίες τών κινούμενων φθόγγων.