ὁμοκέλευθος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(6_17)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμοκέλευθος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] πορευόμενος, Πλάτ. Κρατ. 405 D.
|lstext='''ὁμοκέλευθος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] πορευόμενος, Πλάτ. Κρατ. 405 D.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμοκέλευθος]], -ον (Α)<br />αυτός που βαδίζει στον ίδιο δρόμο, [[συνταξιδιώτης]], [[συνοδοιπόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]] «[[οδός]]»].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοκέλευθος Medium diacritics: ὁμοκέλευθος Low diacritics: ομοκέλευθος Capitals: ΟΜΟΚΕΛΕΥΘΟΣ
Transliteration A: homokéleuthos Transliteration B: homokeleuthos Transliteration C: omokelefthos Beta Code: o(moke/leuqos

English (LSJ)

ον,

   A going together, Pl.Cra.405d.

German (Pape)

[Seite 337] von gleichem Wege, Geleiter, τὸν ὁμοκέλευθον – ἀκόλουθον ἐκαλέσαμεν, Plat. Crat. 405 d.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοκέλευθος: -ον, ὁ ὁμοῦ πορευόμενος, Πλάτ. Κρατ. 405 D.

Greek Monolingual

ὁμοκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που βαδίζει στον ίδιο δρόμο, συνταξιδιώτης, συνοδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κέλευθος «οδός»].