βαλάνιον: Difference between revisions
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
(6_21) |
(big3_8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βᾰλάνιον''': τό, [[ἀφέψημα]] ἐκ βαλανιδίων χορηγούμενον εἰς τὸν μεθύοντα πρὸς ἀνάνηψιν, Νικοχάρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2) = [[βάλανος]] ΙΙ. 4, Ἱππ. 627. 31., 679, 35, κτλ. | |lstext='''βᾰλάνιον''': τό, [[ἀφέψημα]] ἐκ βαλανιδίων χορηγούμενον εἰς τὸν μεθύοντα πρὸς ἀνάνηψιν, Νικοχάρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2) = [[βάλανος]] ΙΙ. 4, Ἱππ. 627. 31., 679, 35, κτλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(βᾰλάνιον) -ου, τό<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[infusión de bellotas]] usada como remedio para la resaca εἰς [[αὔριον]] δ' ἀντὶ ῥαφάνων ἑψήσομεν [[βαλάνιον]], ἵνα νῷν ἐξάγῃ τὴν κραιπάλην Nicoch.18.<br /><b class="num">2</b> [[pequeño supositorio]] ἐλλεβόρου μέλανος τριώβολον τρίψας λεῖα ἐν οἴνῳ μέλανι βαλάνια ποιέειν Hp.<i>Mul</i>.1.78, cf. <i>Steril</i>.221, Ruf. en Orib.8.39.4, Dsc.4.176<br /><b class="num">•</b>[[torunda]] para introducir en el oído, Gal.12.656. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 21 August 2017
English (LSJ)
τό,
A decoction of acorns, used as a restorative after drunkenness, Nicoch.15. 2 = βάλανος 11.6, Hp. Mul.1.92, Ruf. ap. Orib.8.39, Dsc.4.176.
German (Pape)
[Seite 428] τό, Eicheltrank, ἑψήσομεν Nicochar. bei Ath. I, 34 e; bei den Aerzten, Pille, eigtl. dim. von βάλανος; Seifenzäpfchen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰλάνιον: τό, ἀφέψημα ἐκ βαλανιδίων χορηγούμενον εἰς τὸν μεθύοντα πρὸς ἀνάνηψιν, Νικοχάρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2) = βάλανος ΙΙ. 4, Ἱππ. 627. 31., 679, 35, κτλ.
Spanish (DGE)
(βᾰλάνιον) -ου, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 infusión de bellotas usada como remedio para la resaca εἰς αὔριον δ' ἀντὶ ῥαφάνων ἑψήσομεν βαλάνιον, ἵνα νῷν ἐξάγῃ τὴν κραιπάλην Nicoch.18.
2 pequeño supositorio ἐλλεβόρου μέλανος τριώβολον τρίψας λεῖα ἐν οἴνῳ μέλανι βαλάνια ποιέειν Hp.Mul.1.78, cf. Steril.221, Ruf. en Orib.8.39.4, Dsc.4.176
•torunda para introducir en el oído, Gal.12.656.