ἱεράζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
(6_22)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱεράζω''': ὑπηρετῶ ὡς [[ἱερεύς]], τοῖς Διοσκούροις Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2374e. 57: ― Βοιωτ. ἱαρειάδδω, [[αὐτόθι]] 1568, πρβλ. 1576.
|lstext='''ἱεράζω''': ὑπηρετῶ ὡς [[ἱερεύς]], τοῖς Διοσκούροις Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2374e. 57: ― Βοιωτ. ἱαρειάδδω, [[αὐτόθι]] 1568, πρβλ. 1576.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱεράζω]], βοιωτ. τ. [[ἱαρειάδδω]] (Α) [[ιερός]]<br />[[υπηρετώ]] ως [[ιερέας]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεράζω Medium diacritics: ἱεράζω Low diacritics: ιεράζω Capitals: ΙΕΡΑΖΩ
Transliteration A: hierázō Transliteration B: hierazō Transliteration C: ierazo Beta Code: i(era/zw

English (LSJ)

   A serve as priest, τοῖς Διοσκόροις ib.12(5).129.56 (Paros); τῷ Ἀσκληπιῷ SIG2588.43 (Delos, ii B.C.): also c. gen., τοῦ Ἀσκλ. ib.45: abs., IG12(7).237.27 (Amorgos):—Boeot. ἱαρειάδδω ib.7.3169 (Orchom.): aor. part. ἱαρειάξασα ib.1816.2 (Leuctra, iv/iii B.C.), 2876.3 (Coronea, ii B.C.), BCH50.409, al.(Thespiae); ἱερεάξασα ib.26.292 (ibid.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱεράζω: ὑπηρετῶ ὡς ἱερεύς, τοῖς Διοσκούροις Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2374e. 57: ― Βοιωτ. ἱαρειάδδω, αὐτόθι 1568, πρβλ. 1576.

Greek Monolingual

ἱεράζω, βοιωτ. τ. ἱαρειάδδω (Α) ιερός
υπηρετώ ως ιερέας.