κατάχυτος: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(6_17)
 
(20)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάχυτος''': -ον, καταχυνόμενος, κ. ὑγρὰ [[φύσις]] Κ. Μανασ. Χρον. σ. 31.
|lstext='''κατάχυτος''': -ον, καταχυνόμενος, κ. ὑγρὰ [[φύσις]] Κ. Μανασ. Χρον. σ. 31.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάχυτος]], -ον (Μ) [[καταχέω]]<br />αυτός που βρίσκεται σε [[διάχυση]], που [[είναι]] διαχυμένος άφθονα, [[διάχυτος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:23, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κατάχυτος: -ον, καταχυνόμενος, κ. ὑγρὰ φύσις Κ. Μανασ. Χρον. σ. 31.

Greek Monolingual

κατάχυτος, -ον (Μ) καταχέω
αυτός που βρίσκεται σε διάχυση, που είναι διαχυμένος άφθονα, διάχυτος.