οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
κατάχυτος: -ον, καταχυνόμενος, κ. ὑγρὰ φύσις Κ. Μανασ. Χρον. σ. 31.
κατάχυτος, -ον (Μ) καταχέω
αυτός που βρίσκεται σε διάχυση, που είναι διαχυμένος άφθονα, διάχυτος.