ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
κατάχυτος: -ον, καταχυνόμενος, κ. ὑγρὰ φύσις Κ. Μανασ. Χρον. σ. 31.
κατάχυτος, -ον (Μ) καταχέω
αυτός που βρίσκεται σε διάχυση, που είναι διαχυμένος άφθονα, διάχυτος.