τορευτικός: Difference between revisions
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
(6_11) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τορευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τορείαν, ὁ [[ἔμπειρος]] τορείας, Κλήμ. Ἀλ. 330· - ἡ τορευτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ τορεύειν, [[μάλιστα]] εἰς [[μέταλλον]], Πλίν. 34. 19, § 1. 2., 35. 36, § 8· πρβλ. [[τορεύω]] ΙΙ. | |lstext='''τορευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τορείαν, ὁ [[ἔμπειρος]] τορείας, Κλήμ. Ἀλ. 330· - ἡ τορευτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ τορεύειν, [[μάλιστα]] εἰς [[μέταλλον]], Πλίν. 34. 19, § 1. 2., 35. 36, § 8· πρβλ. [[τορεύω]] ΙΙ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[τορευτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τορεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τόρευση ή στον τορευτή<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[τορευτική]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, prop.
A of or for metal-work, skilled therein: but Lat. toreutice, sculpture in general, Plin.HN34.54; opp. graphice (painting), ib. 35.77; cf. τορεύω 11, and v. τορνευτικός.
German (Pape)
[Seite 1130] zum τορευτής oder zur Verfertigung erhabener Arbeit, zum Bildschnitzen, Graviren gehörig, geschickt darin, ἡ τορευτική, sc. τέχνη, die Kunst, solche Arbeit zu verfertigen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τορευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τορείαν, ὁ ἔμπειρος τορείας, Κλήμ. Ἀλ. 330· - ἡ τορευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ τορεύειν, μάλιστα εἰς μέταλλον, Πλίν. 34. 19, § 1. 2., 35. 36, § 8· πρβλ. τορεύω ΙΙ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τορευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τορεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τόρευση ή στον τορευτή
2. το θηλ. ως ουσ. βλ. τορευτική.