κίβος: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(6_14)
(20)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κίβος''': ὁ, [[ἐνεός]], Ἡσύχ., κατὰ δὲ Σουΐδ. «[[κίβος]], [[κιβωτός]]».
|lstext='''κίβος''': ὁ, [[ἐνεός]], Ἡσύχ., κατὰ δὲ Σουΐδ. «[[κίβος]], [[κιβωτός]]».
}}
{{grml
|mltxt=[[κίβος]], ὁ (Α)<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[κιβωτός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ίσως πρόκειται για αντίστροφο παρ. του [[κιβωτός]] ή για μεταπλασμό του κατ' [[επίδραση]] του λατ. <i>cibus</i>].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1436] = κιβώτιον, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κίβος: ὁ, ἐνεός, Ἡσύχ., κατὰ δὲ Σουΐδ. «κίβος, κιβωτός».

Greek Monolingual

κίβος, ὁ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «κιβωτός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως πρόκειται για αντίστροφο παρ. του κιβωτός ή για μεταπλασμό του κατ' επίδραση του λατ. cibus].