εὐλογοφάνεια: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
(6_11)
(15)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐλογοφάνεια''': ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ [[εὐλογοφανής]], ὁ [[διάβολος]] μετ’ εὐλογοφανείας βλάπτει ἡμᾶς Δωρόθ. 5. 775, κλ.
|lstext='''εὐλογοφάνεια''': ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ [[εὐλογοφανής]], ὁ [[διάβολος]] μετ’ εὐλογοφανείας βλάπτει ἡμᾶς Δωρόθ. 5. 775, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐλογοφάνεια]]) [[ευλογοφανής]]<br />το να φαίνεται [[κάτι]] εύλογο, πιθανό, η [[αληθοφάνεια]].
}}
}}

Latest revision as of 07:14, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1079] ἡ, Anschein von Wahrscheinlichkeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐλογοφάνεια: ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ εὐλογοφανής, ὁ διάβολος μετ’ εὐλογοφανείας βλάπτει ἡμᾶς Δωρόθ. 5. 775, κλ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐλογοφάνεια) ευλογοφανής
το να φαίνεται κάτι εύλογο, πιθανό, η αληθοφάνεια.