ἑπτάπους: Difference between revisions

From LSJ

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change

Source
(6_20)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑπτάπους''': ποδος, ὁ, ἡ, ἔχων [[μῆκος]] ἑπτὰ ποδῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 564, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 19, Ἡσύχ.
|lstext='''ἑπτάπους''': ποδος, ὁ, ἡ, ἔχων [[μῆκος]] ἑπτὰ ποδῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 564, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 19, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑπτάπους]], -ουν (AM)<br /><b>1.</b> μήκους [[επτά]] ποδών<br /><b>2.</b> (για πολύποδα) αυτός που έχει [[επτά]] πόδια.
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑπτάπους Medium diacritics: ἑπτάπους Low diacritics: επτάπους Capitals: ΕΠΤΑΠΟΥΣ
Transliteration A: heptápous Transliteration B: heptapous Transliteration C: eptapous Beta Code: e(pta/pous

English (LSJ)

οξ, ἡ,

   A seven feet long, σκιά Ar.Fr.675, cf. IG12.372.19, Anon.in Tht.34.25.    2 having seven feet, πολύπους Ael. Fr.143.

German (Pape)

[Seite 1013] ποδος, sieben Fuß lang, Hesych.; σκιά, Ar. bei Ath. XI, 502 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτάπους: ποδος, ὁ, ἡ, ἔχων μῆκος ἑπτὰ ποδῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 564, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 19, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἑπτάπους, -ουν (AM)
1. μήκους επτά ποδών
2. (για πολύποδα) αυτός που έχει επτά πόδια.