εὐπαιδευσία: Difference between revisions
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
(6_10) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐπαιδευσία''': ἡ, καλὴ ἐκπαίδευσις, Εὐρ. Ἀποσπ. 1080, Μενάνδρου Μονόστιχ. 653. | |lstext='''εὐπαιδευσία''': ἡ, καλὴ ἐκπαίδευσις, Εὐρ. Ἀποσπ. 1080, Μενάνδρου Μονόστιχ. 653. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐπαιδευσία]], ἡ (Α) [[ευπαίδευτος]]<br /><b>1.</b> η καλή [[μόρφωση]]<br /><b>2.</b> η [[πολυμάθεια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A goodness of education, E.Fr.1100, Men.Mon.653, Aret.SD1.6; culture, scholarship, ἐπιστολαὶ -ευσίας μεσταί Philostr. VS1.18.4.
German (Pape)
[Seite 1086] ἡ, das Wesen eines εὐπαίδευτος, gute Erziehung, Bildung, Gelehrsamkeit, B. A. 92; Poll. 9, 161 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπαιδευσία: ἡ, καλὴ ἐκπαίδευσις, Εὐρ. Ἀποσπ. 1080, Μενάνδρου Μονόστιχ. 653.
Greek Monolingual
εὐπαιδευσία, ἡ (Α) ευπαίδευτος
1. η καλή μόρφωση
2. η πολυμάθεια.