τοιχογραφέω: Difference between revisions

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source
(6_1)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοιχογραφέω''': [[γράφω]] ἢ ζωγραφῶ ἐπὶ τοίχου, Ἰγνάτ. σ. 55Α, Θεόδ. Στουδ. σ. 135Β, 142Ε, 143Β, 158D.
|lstext='''τοιχογραφέω''': [[γράφω]] ἢ ζωγραφῶ ἐπὶ τοίχου, Ἰγνάτ. σ. 55Α, Θεόδ. Στουδ. σ. 135Β, 142Ε, 143Β, 158D.
}}
{{grml
|mltxt=τοιχογραφῶ, [[τοιχογραφέω]], ΝΜΑ [[τοιχογράφος]]<br />[[γράφω]] ή [[ζωγραφίζω]] σε τοίχο.
}}
}}

Revision as of 14:38, 10 February 2024

Greek (Liddell-Scott)

τοιχογραφέω: γράφω ἢ ζωγραφῶ ἐπὶ τοίχου, Ἰγνάτ. σ. 55Α, Θεόδ. Στουδ. σ. 135Β, 142Ε, 143Β, 158D.

Greek Monolingual

τοιχογραφῶ, τοιχογραφέω, ΝΜΑ τοιχογράφος
γράφω ή ζωγραφίζω σε τοίχο.