τοιχογράφος

From LSJ

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source

German (Pape)

[Seite 1125] an die Wand schreibend, malend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τοιχογράφος: -ον, ὁ γράφων ἢ ζωγραφῶν ἐπὶ τοίχου, ὁ τοιχογραφῶν, Ψευδοωριγέν. κατὰ Μαρκ. 1. 131, κλπ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αυτός που γράφει ή ζωγραφίζει σε τοίχο
νεοελλ.
ζωγράφος ειδικευμένος στην τοιχογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + -γράφος].