Αὐτοθαΐς: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(6_10)
 
(Bailly1_1)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''Αὐτοθαΐς''': ἡ, αὐτὴ ἡ Θαΐς, [[ἀπαράλλακτος]], Λουκ. Ρητόρ. δίδ. 12.
|lstext='''Αὐτοθαΐς''': ἡ, αὐτὴ ἡ Θαΐς, [[ἀπαράλλακτος]], Λουκ. Ρητόρ. δίδ. 12.
}}
{{bailly
|btext=ΐδος (ἡ) :<br />Thaïs en personne.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[Θαΐς]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

Αὐτοθαΐς: ἡ, αὐτὴ ἡ Θαΐς, ἀπαράλλακτος, Λουκ. Ρητόρ. δίδ. 12.

French (Bailly abrégé)

ΐδος (ἡ) :
Thaïs en personne.
Étymologie: αὐτός, Θαΐς.