αὐτοτραγικός: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοτρᾰγικός''': -ή, -όν, ἐξ ὁλοκλήρου, ἐντελῶς, ἐναργῶς [[τραγικός]], αὐτοτραγικὸς [[πίθηκος]] Δημ. 307. 25.
|lstext='''αὐτοτρᾰγικός''': -ή, -όν, ἐξ ὁλοκλήρου, ἐντελῶς, ἐναργῶς [[τραγικός]], αὐτοτραγικὸς [[πίθηκος]] Δημ. 307. 25.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />tout à fait tragique.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[τραγικός]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 403] ächt tragisch, πίθηκος Dem. 18, 242, wo Andere

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοτρᾰγικός: -ή, -όν, ἐξ ὁλοκλήρου, ἐντελῶς, ἐναργῶς τραγικός, αὐτοτραγικὸς πίθηκος Δημ. 307. 25.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tout à fait tragique.
Étymologie: αὐτός, τραγικός.