δυσπνοϊκός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσπνοϊκός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων ὀλίγην ἀναπνοήν, ὑπὸ δυσπνοίας πάσχων , Ἱππατρ. | |lstext='''δυσπνοϊκός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων ὀλίγην ἀναπνοήν, ὑπὸ δυσπνοίας πάσχων , Ἱππατρ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[δυσπνοϊκός]], -ή, -όν)<br />αυτός που πάσχει από [[δύσπνοια]], ο [[ασθματικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A short of breath, Dsc.4.134 (v.l.), Asclep. ap. Gal.13.108, Hippiatr.27.
German (Pape)
[Seite 687] schwer athmend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπνοϊκός: -ή, -όν, ὁ ἔχων ὀλίγην ἀναπνοήν, ὑπὸ δυσπνοίας πάσχων , Ἱππατρ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α δυσπνοϊκός, -ή, -όν)
αυτός που πάσχει από δύσπνοια, ο ασθματικός.