πορνοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πορνοτρόφος''': -ον, ὁ, = [[πορνοβοσκός]], Φίλων Ι, 550, 19, Εὐσέβ. ΙΙ, 1480Α, Παλλάδ. ἐν βίῳ Ἰω. Χρυσ. 18D.
|lstext='''πορνοτρόφος''': -ον, ὁ, = [[πορνοβοσκός]], Φίλων Ι, 550, 19, Εὐσέβ. ΙΙ, 1480Α, Παλλάδ. ἐν βίῳ Ἰω. Χρυσ. 18D.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που συντηρεί πόρνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόρνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μηλο</i>-<i>τρόφος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορνοτρόφος Medium diacritics: πορνοτρόφος Low diacritics: πορνοτρόφος Capitals: ΠΟΡΝΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: pornotróphos Transliteration B: pornotrophos Transliteration C: pornotrofos Beta Code: pornotro/fos

English (LSJ)

ὁ,

   A = πορνοβοσκός, Ph.1.550.

German (Pape)

[Seite 684] Huren ernährend, haltend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πορνοτρόφος: -ον, ὁ, = πορνοβοσκός, Φίλων Ι, 550, 19, Εὐσέβ. ΙΙ, 1480Α, Παλλάδ. ἐν βίῳ Ἰω. Χρυσ. 18D.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που συντηρεί πόρνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μηλο-τρόφος].