πλεισταρχία: Difference between revisions
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
(6_9) |
(33) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλεισταρχία''': ἡ, = [[πολυαρχία]], Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1151Α. | |lstext='''πλεισταρχία''': ἡ, = [[πολυαρχία]], Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1151Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[πλείσταρχος]]<br />το να άρχουν πολλοί, η [[πολυαρχία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
η, rule of the widest sway, rule of the many. v. πολυαρχία, πλείσταρχος
Greek (Liddell-Scott)
πλεισταρχία: ἡ, = πολυαρχία, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1151Α.
Greek Monolingual
ἡ, Α πλείσταρχος
το να άρχουν πολλοί, η πολυαρχία.