δύσβρωτος: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσβρωτος''': -ον, ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ φάγῃ, Πλούτ. 2. 668E.
|lstext='''δύσβρωτος''': -ον, ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ φάγῃ, Πλούτ. 2. 668E.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à manger.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[βιβρώσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 677] ungenießbar, Plut. Symp. 4, 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

δύσβρωτος: -ον, ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ φάγῃ, Πλούτ. 2. 668E.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à manger.
Étymologie: δυσ-, βιβρώσκω.