προσοπτίλλω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
(6_20)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσοπτίλλω''': παρατηρῶ [[μετὰ]] προσοχῆς, ἀτενῶς, Δωρ. ποτοπτίλλω, ἴδε ἐν λ. [[προσοκέλλω]].
|lstext='''προσοπτίλλω''': παρατηρῶ [[μετὰ]] προσοχῆς, ἀτενῶς, Δωρ. ποτοπτίλλω, ἴδε ἐν λ. [[προσοκέλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[παρατηρώ]] με [[προσοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὀπτίλλος</i>«[[μάτι]]»].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσοπτίλλω Medium diacritics: προσοπτίλλω Low diacritics: προσοπτίλλω Capitals: ΠΡΟΣΟΠΤΙΛΛΩ
Transliteration A: prosoptíllō Transliteration B: prosoptillō Transliteration C: prosoptillo Beta Code: prosopti/llw

English (LSJ)

   A v. ποτοπτίλλω.

German (Pape)

[Seite 775] anäugeln, anblicken, ποτοπτίλλουσιν ist conj. für ποτοκέλλουσιν, Dius bei Stob. fl. 65, 17.

Greek (Liddell-Scott)

προσοπτίλλω: παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, ἀτενῶς, Δωρ. ποτοπτίλλω, ἴδε ἐν λ. προσοκέλλω.

Greek Monolingual

Α
παρατηρώ με προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὀπτίλλος«μάτι»].