σκιαθηρικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source
(6_10)
 
(37)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιᾱθηρικός''': -ή, -όν, [[ὄργανον]], = [[σκιαθήρας]], Βυζ.· τὸ σκιοθηρικὸν παρὰ Κλεομήδ.· καὶ σκιοθηρικοὶ γνώμονες παρὰ Στράβ. 125.
|lstext='''σκιᾱθηρικός''': -ή, -όν, [[ὄργανον]], = [[σκιαθήρας]], Βυζ.· τὸ σκιοθηρικὸν παρὰ Κλεομήδ.· καὶ σκιοθηρικοὶ γνώμονες παρὰ Στράβ. 125.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[σκιοθηρικός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:29, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾱθηρικός: -ή, -όν, ὄργανον, = σκιαθήρας, Βυζ.· τὸ σκιοθηρικὸν παρὰ Κλεομήδ.· καὶ σκιοθηρικοὶ γνώμονες παρὰ Στράβ. 125.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. σκιοθηρικός.