λιμενίσκος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past

Source
(6_15)
(23)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐμενίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[λιμήν]], Γλωσσ.· [[ὡσαύτως]] -ίσκιον, τό, Συνέσ. 167F.
|lstext='''λῐμενίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[λιμήν]], Γλωσσ.· [[ὡσαύτως]] -ίσκιον, τό, Συνέσ. 167F.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[λιμενίσκος]]) [[λιμήν]]<br />μικρό [[λιμάνι]], [[λιμανάκι]].
}}
}}

Latest revision as of 06:42, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 47] ὁ, dim. von λιμήν, kleiner Hafen?

Greek (Liddell-Scott)

λῐμενίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ λιμήν, Γλωσσ.· ὡσαύτως -ίσκιον, τό, Συνέσ. 167F.

Greek Monolingual

ο (Μ λιμενίσκος) λιμήν
μικρό λιμάνι, λιμανάκι.