συνωριαστής: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνωριαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐλαύνων, διοικῶν συνωρίδα, ἁρματηλάταις καὶ συνωριασταῖς Λουκ. ἐν Ζεύξ. 9. | |lstext='''συνωριαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐλαύνων, διοικῶν συνωρίδα, ἁρματηλάταις καὶ συνωριασταῖς Λουκ. ἐν Ζεύξ. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />conducteur d’un char à deux chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[συνωρίς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who drives a συνωρίς, Luc.Zeux.9.
Greek (Liddell-Scott)
συνωριαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλαύνων, διοικῶν συνωρίδα, ἁρματηλάταις καὶ συνωριασταῖς Λουκ. ἐν Ζεύξ. 9.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
conducteur d’un char à deux chevaux.
Étymologie: συνωρίς.