ὁλκεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(6_8)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁλκεύς''': έως, ὁ, (ὁλκὴ) ὁ σύρων δίκτυα, «ὁλκεῖς· οἳ τὰ ἀμφίβληστρα ἐπισπῶνται» Ἡσύχ.
|lstext='''ὁλκεύς''': έως, ὁ, (ὁλκὴ) ὁ σύρων δίκτυα, «ὁλκεῖς· οἳ τὰ ἀμφίβληστρα ἐπισπῶνται» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁλκεύς]], -έως, ὁ (Α) [[ολκή]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁλκεῑς<br />οἳ τὰ ἀμφίβληστρα ἐπισπῶνται».
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλκεύς Medium diacritics: ὁλκεύς Low diacritics: ολκεύς Capitals: ΟΛΚΕΥΣ
Transliteration A: holkeús Transliteration B: holkeus Transliteration C: olkeys Beta Code: o(lkeu/s

English (LSJ)

έως, pl. ὁλκεῖς· οἳ τὰ ἀμφίβληστρα ἐπισπῶνται, Hsch.

German (Pape)

[Seite 323] ὁ, der Zieher, bes. der ein Netz zieht, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλκεύς: έως, ὁ, (ὁλκὴ) ὁ σύρων δίκτυα, «ὁλκεῖς· οἳ τὰ ἀμφίβληστρα ἐπισπῶνται» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁλκεύς, -έως, ὁ (Α) ολκή
(κατά τον Ησύχ.) «ὁλκεῑς
οἳ τὰ ἀμφίβληστρα ἐπισπῶνται».